- ὁμοθάλαμος
- ὁμοθᾰλᾰμος, -ον1 sharing a dwelling with c. gen.
Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων P. 11.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων P. 11.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ομοθάλαμος — ὁμοθάλαμος, ον (Α) αυτός που ζει στην ίδια οικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θάλαμος (πρβλ. νεο θάλαμος)] … Dictionary of Greek
ὁμοθάλαμε — ὁμοθάλαμος living in the same house masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek