ὁμοθάλαμος

ὁμοθάλαμος
ὁμοθᾰλᾰμος, -ον
1 sharing a dwelling with c. gen.

Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων P. 11.2


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομοθάλαμος — ὁμοθάλαμος, ον (Α) αυτός που ζει στην ίδια οικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θάλαμος (πρβλ. νεο θάλαμος)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοθάλαμε — ὁμοθάλαμος living in the same house masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”